μνησιθεος

μνησιθεος
    μνησίθεος
    μνησί-θεος
    2
    (ῐ) помнящий о богах, благочестивый Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μνησιθεος" в других словарях:

  • Μνησίθεος — remembering God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησίθεος — remembering God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από …   Dictionary of Greek

  • μνησίθεον — μνησίθεος remembering God masc/fem acc sg μνησίθεος remembering God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησιθέου — Μνησίθεος remembering God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησιθέου — μνησίθεος remembering God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησιθέῳ — Μνησίθεος remembering God masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησιθέῳ — μνησίθεος remembering God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνησίθεον — Μνησίθεος remembering God masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • Экклесия — Пникс  трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία)  в …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»